- ἀθροισμός
- ἀθροισμόςcondensationmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθροισμός — ἀθροισμός, ο (Α) [ἀθροίζω] η άθροιση* … Dictionary of Greek
ἀθροισμοῖς — ἀθροισμός condensation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοί — ἀθροισμός condensation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοῦ — ἀθροισμός condensation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμῷ — ἀθροισμός condensation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμόν — ἀθροισμός condensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμῶι — ἀθροισμῷ , ἀθροισμός condensation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροισμούς — ἀθροισμούς , ἀθροισμός condensation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροισμόν — ἀθροισμόν , ἀθροισμός condensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)